φτερωτός

φτερωτός
η , ό
1) крылатый; 2) перен. быстрый, скорый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φτερωτός" в других словарях:

  • φτερωτός — ή, ό / πτερωτός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που έχει φτερά ή πτερύγια (α. «φτερωτό άρμα» β. «σύθην δ ἀπέδιδος ὄχῳ πτερωτῷ», Αισχύλ.) 2. στολισμένος με φτερά (α. «φτερωτό καπέλο» β. «πτερωτοῖς ἀμπέχονται χιτωνισκίοις ἄγραις ἐπιχειροῦντες… …   Dictionary of Greek

  • φτερωτός — ή, ό 1. αυτός που έχει φτερά: Φτερωτός δράκοντας. 2. μτφ., ο ταχύς σαν να πετά, ο γοργός σαν να έχει φτερά. 3. ο στολισμένος, ο πλουμισμένος με φτερά. 4. το θηλ. ως ουσ., φτερωτή (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτερωτός — πτερωτός, ή, ό και φτερωτός, ή, ό 1. αυτός που έχει φτερά, πτέρυγες. 2. ο στολισμένος με φτερά: Φτερωτό καπέλο. 3. το θηλ., πτερωτή και φτερωτή ως ουσ., φτερωτός τροχός, τροχός με πτερύγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Pterodactylus —   Pterodactylus Rango temporal: Jurásico superior …   Wikipedia Español

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • Μορφέας — Αρχαιοελληνική θεότητα των ονείρων. Ένας από τους χίλιους γιους του Ύπνου, εμφανιζόταν με διάφορες ανθρώπινες μορφές στους κοιμισμένους ανθρώπους, ενώ οι αδελφοί του Φάντασος και Φοβήτωρ (ή Είκελος) παρουσίαζαν στα όνειρά τους τοπία και άψυχα… …   Dictionary of Greek

  • Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… …   Dictionary of Greek

  • δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • ζέφυρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αστραίου και της Ηούς. Από την άρπυια Ποδάργη είχε αποκτήσει τα άλογα του Αχιλλέα, Ξάνθο και Βέλιο, και από τη Χλωρίδα τον Καρπό. Σύμβολό του ήταν το άλογο και στις παραστάσεις του εικονίζεται φτερωτός. Ουσιαστικά,… …   Dictionary of Greek

  • ζήτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν φτερωτός γιος του Βορέα και της κόρης του Ερεχθέα, της Ωρειθυίας. Συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία. Μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Κάλαϊ, απάλλαξαν τον τυφλό μάντη Φινέα από τις Άρπυιες, που άρπαζαν την τροφή του. *… …   Dictionary of Greek

  • κάλαϊς — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν φτερωτός γιος του Βορέα και της Ωρειθυίας, αδελφός του Ζήτη. Στην Αργοναυτική εκστρατεία τα δύο αδέλφια, εξαιρετικά ευκίνητοι και ωραίοι άντρες, ελευθέρωσαν τον Φινέα από τις Άρπυιες. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»